-
1 ῥῶσις
A strengthening, trength,ῥ. καὶ θρέψις σωμάτων S.E.M.11.97
; (Nubia, ii or iii A.D.); κοινὴν ἅπασι πορίζεται ῥῶσιν Chor.in Lib.4p.524R.
См. также в других словарях:
ρώσις — ώσεως, ἡ, Α 1. ενίσχυση, δυνάμωμα 2. ενθάρρυνση, εμψύχωση 3. βιαιότητα, σφοδρότητα («ἡ ῥῶσις τοῡ πάθους», Πορφ.) 4. υπεροχή, επικράτηση («ῥῶσις τοῡ χείρονος ἤθους», Πλωτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥω τού ῥώννυμι + κατάλ. σις (πρβλ. θύ σις, ῥύ σις)] … Dictionary of Greek